μέταζε

μέταζε
μέταζε, Adv., ([etym.] μετά)
A = μεταξύ, to be read in Hes.Op.394, cf. Hdn. Gr.2.951, Sch.Il.3.29, Sch.D.T.p.278 H.; but τὰ μέταζε· μετὰ ταῦτα, Δωριεῖς, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μέταζε — (Α) επίρρ. 1. στο μεταξύ δύο χρονικών σημείων διάστημα 2. μετέπειτα, μετά από αυτά, αργότερα 3. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ μέταζε μετὰ ταῡτα». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετά, κατά τα επιρρμ. σε ζε (πρβλ. θύραζε*)] …   Dictionary of Greek

  • μέταζε — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”